γέρνω

γέρνω
(Μ γέρνω)
1. κλίνω προς τα κάτω ή προς τα πλάγια («γείρε τη στάμνα», «γείρε τη σανίδα δεξιά»)
2. παρουσιάζω κλίση προς τα κάτω ή προς τα πλάγια («ταπεινότατη σού γέρνει η τρισάθλια κεφαλή», Δ. Σολ.
«τα κλαδιά έγερναν από το βάρος τού καρπού»)
3. στρέφομαι («γέρνω, θωρώ τον Λίβιστρον»)
4. στρέφω («γέρνω το βλέμμα»)
5. εγείρω εκ τού τάφου, ανασταίνω («τους νεκρούς να γέρνουσι και να τους ανασταίνου»)
6. μετατρέπω («γέρνει τον πλούσιο εις πένητα»)
7. αναπαράγω, ανασταίνω («σπέρμα ἀνδρειᾱς νὰ γείρη» — να γεννήσει γενναία παιδιά)
νεοελλ.
Ι. 1. ξαπλώνω, πλαγιάζω («έγειρα να ξαποστάσω»)
2. (για τον ήλιο, τη σελήνη, τα άστρα) κλίνω προς τη δύση, δύω
3. (για τις εποχές) βρίσκομαι προς το τέλος («έγερνε ο χειμώνας»)
4. γκρεμίζω («η μοίρα άλλους πετά ψηλά κι άλλους στα βάθη γέρνει»)
5. μεταστρέφω («ήρχισε να δημηγορεί... κ' εις οίκτον να τους γέρνει»)
6. στρέφω το ενδιαφέρον μου («προς αυτήν εγείραμε όλοι»)
7. σηκώνομαι («γείρε, φύγε»)
8. καταφεύγω για προστασία («δεν έχει πού να γείρει»)
9. (για πόρτες, παράθυρα κ.λπ.) μισοκλείνω
10. φρ. α) «δεν γέρνει το κεφάλι» — δεν υποτάσσεται
β) «δεν έχει πού να γείρει το κεφάλι» — δεν μπορεί να βρει πουθενά συμπαράσταση
II. μέσ. (-ομαι)
1. εγείρομαι, σηκώνομαι («γείρου κι απάνου στάσου»)
2. αποκτώ συνείδηση («γείρου και γνώρισε, πτωχέ»)
3. ξαπλώνομαι («πού γέρνεται, πού μένει»)
III. (μτχ. παθ. παρακμ.) γερμένος, -η, -ο
1. αυτός που παρουσιάζει στροφή ή κλίση προς κάπου, στραμμένος προς κάπου («γερμένος κατά τον νοτιά»)
2. μισοκλεισμένος («η πόρτα ήτανε γερμένη»)
3. ξαπλωμένος («γερμένος θα ξεκουραστείς»).
[ΕΤΥΜΟΛ. γέρνω, μεταπλασμένος ενεστωτικός τ. < μσν. (ε)γέρνω < έγειρα, αόρ. τού εγείρω (πρβλ. έσπειρα - σπέρνω, έσυρα - σέρνω). Η σημασιολογική μεταβολή τού εγείρω «αφυπνίζω, ανορθώνω, σηκώνω» στο γέρνω «κλίνω προς τα κάτω, πλαγιάζω» μπορεί να γίνει κατανοητή αν ληφθεί υπ' όψιν π.χ. η ταυτόχρονη ανύψωση και κατιούσα κλίση τών δύο πλαστιγγών τής ζυγαριάς φορτωμένων με άνισα βάρη.
ΠΑΡ. νεοελλ. γέρμα, γερμός, γέρσιμο, γερτός.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλαφρογέρνω, αναγέρνω, απαλογέρνω, απογέρνω, μισογέρνω, πολυγέρνω, σιγογέρνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γέρνω — γέρνω, έγειρα, γερμένος βλ. πίν. 120 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • γερνώ — και γεράζω γέρασα, γερασμένος 1. μτβ., κάνω κάποιον να γίνει γέρος: Με γέρασαν τα βάσανα. 2. αμτβ., γίνομαι γέρος: Γέρασες και μυαλό δεν έβαλες! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γερνώ — και γερνάω 1. συντελώ στο να γεράσει κάποιος («με γέρασαν τα βάσανα») 2. γίνομαι γέρος, μπαίνω στη γεροντική ηλικία 3. παροιμ. α) «ο λύκος κι αν εγέρασε, κι άλλαξε το μαλλί του, ούτε τη γνώμη του άλλαξε ούτε και τη βουλή του» για τις κακές έξεις… …   Dictionary of Greek

  • γερνώ — γερνάω / γερνώ, γέρασα, γερασμένος βλ. πίν. 68 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • γέρνω — έγειρα, γερμένος 1. κλίνω προς τα κάτω ή τα πλάγια, πλαγιάζω κάτι: Έγειρα κατά λάθος το ποτήρι και χύθηκε το γάλα. 2. αμτβ., κλίνω προς τα κάτω, πλαγιάζω, ακουμπώ: Έγειρε στον ώμο μου και έκλαψε. 3. δύω, βασιλεύω: Ο ήλιος έγειρε. 4. ξαπλώνω,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακρογέρνω — γέρνω ελαφρά, λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (ΙΙ) + γέρνω] …   Dictionary of Greek

  • αμφιρρέπω — γέρνω από δω κι από κει, αμφιταλαντεύομαι, διστάζω να αποφασίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + ρέπω. ΠΑΡ. νεοελλ. αμφιρρέπεια. Η λ. απαντά για πρώτη φορά στον Ιω. Σκυλίτση] …   Dictionary of Greek

  • απακουμπώ — γέρνω, στηρίζομαι κάπου …   Dictionary of Greek

  • εκκλίνω — (AM ἐκκλίνω) 1. γέρνω προς τα έξω 2. απομακρύνομαι από ένα σημείο, εκτρέπομαι νεοελλ. μεταβάλλω την πορεία πλοίου για να αποτραπεί κίνδυνος μσν. 1. παρασύρω 2. (για τον ήλιο) γέρνω στη δύση, βασιλεύω 3. φρ. «ἐκλλίνω πρὸς βίον» γερνώ αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”